- κατ(α)-
- α' συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ-ημερινός, κάθ-ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται- σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται-βάτης). Το κατ(α)- συντίθεται τόσο με ρήματα όσο και με ονόματα και εμφανίζει ποικιλία σημασιών: α) τοπική έκταση, πληρότητα («κατάμπελος», «κατάδενδρος», «κατάφυτος»)β) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β' συνθετικού μέχρις εσχάτων («καταγηράσκω», «καταδαπανώ», «κατάκοπος»)γ) κατεύθυνση προς τα κάτω («κατεβαίνω», «κατολίσθηση»)δ) εναντίωση ή βίαιο τρόπο («καταμαρτυρώ», «καταναγκάζω», «καταψηφίζομαι»)ε) συμφωνία («κατάδω», «καταφάσκω»)ζ) κατάταξη ή καταμερισμό («καταμετρώ», «καταριθμώ», «καταχωρίζω»)η) διαμελισμό («κατακερματίζω, κατατεμαχίζω»). Λόγω τής ευρύτατης χρήσης συνθέτων με κατα-, κατέληξαν ορισμένα να χρησιμοποιηθούν με την ίδια σημ. που είχε το β' συνθετικό ως απλό: π.χ. καθ-έζομαι, κατ-ευνάζω. Το κατ(α)- απαντά, επίσης, σε αρκετά σύνθ. εκ συναρπαγής (σύνθ. προερχόμενα από φρ. με την πρόθεση κατά και το β' συνθετικό σε γεν. ή αιτ., π.χ. κατάλληλος < φρ. κατ’ αλλήλους), πρβλ. καθημέριος, κατάγειος, καταθύμιος κ.ά. Με το κατ(α)- ως α' συνθετικό, τέλος, πλάστηκαν αρκετοί ξένοι επιστημονικοί όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι: καταληψία, (πρβλ. γαλλ. catalepsie), καταλύτης (πρβλ. γαλλ. catalyseur).Παραδείγματα λέξεων που έχουν ως α' σύνθ. κατ(α)-: καταβάλλω, καταβρέχω, καταβροχθίζω, καταγγέλλω, κάταγμα, καταγράφω, καταγωγή, καταγώγι(ον), καταδέχομαι, καταδίδω(μι), κατάδικος, καταδιώκω, καταδυναστεύω, καταζητώ, κατάθεσις, καταθλίβω, καταιγίς, κατακεραυνώνω(-όω), κατακέφαλα, κατακλυσμός, κατάκοιτος, κατάκοπος, κατακυρώνω(-όω), καταλήγω, κατάλληλος, καταλογίζω, κατάλυμα, καταμερισμός, κατάμεστος, καταναλίσκω, κατανοώ, καταπατώ, καταπέλτης, καταπιέζω, καταπίνω, καταπληκτικός, καταπνίγω, καταπολεμώ, καταπονώ, κατάμα, καταρρέωαρχ.καταβάδην, καταβασκαίνω, καταβεβαιούμαι, καταβλαβής, καταβλέπω, καταβλής, καταβολεύς, καταβόστρυχος, καταβρίθω, καταγήρατος, κατάγλυφος, κατάγνωσις, καταδάνειος, κατάδειπνον, κατάδουλος, καταδυναμώ, κατάδω, καταθερμαίνω, καταθύω, καταιβάτης, καταινώ, κατακεραυνώνω(-όω), κατακολλώ, κατακόλουθος, κατακροώμαι, κατακτείνω, κατάμεμπτος, καταπληγία, καταρρήγνυμιαρχ.-μσν.καταβαπτίζω, καταγεύομαι, καταγλαΐζω, καταγλυκαίνω, καταγογγύζωμσν.- νεοελλ.καταβόθρα, κατάγυμνος, καταισχύνη, κατακέφαλος, κατακραυγή, καταπρόσωπον, κατάστιχο, κατάχαμαμσν.κατάβαλμα, καταβάφω, καταβρέχω, καταγνωμονώ, καταγοήτευσις, κατάγριος, καταδράχνω, καταζαρώνω, καταζηλεύω, καταθαμπώνω, κατακλειδώνω, κατακλονίζω, καταμακελεύω, κατανόστιμος, κατανοσώ, καταχρυσωτός, κατάχυτος, καταχώρεση, κατάψιλος, κατάψυκτος, καταψύχιν, κατέγκλησις, κατεγναντίς, κατεγχειρίζω, κατεδαφώ, κατεκδικώ, κατεκπλήσσω, κατεμπαίζω, κατεμπλέκω, κατεντρέπομαινεοελλ.κατάβαθα, κατάβραδα, καταβρεχτήρας, καταγδύνω, καταγής, κατάγιαλα, κατάδειξη, καταδικός, καταδίωξη, καταδότης, καταδρομέας, καταδυνάστευση, καταζαλίζομαι, καταζήτηση, κατάθλιψη, καταϊδρώνω, κατακάθαρος, κατακάθι, κατακαίνουργος, κατάκαρδα, κατακίτρινος, κατακλέβω, κατακοκκινίζω, κατακόρυφος, κατακουράζω, κατακτητής, κατακύρωση, καταλαγιάζω, καταματώνω, καταμεσήμερο, καταμεσής, κατάμουτρα, κατάντια, καταπραϋντικός, καταρρακτώδης, κατασκότεινος, κατάστηθα, κατατοπίζω, καταυλισμός, καταφέρνω, καταχραστής, καταχωνιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.